φυστίκι

φυστίκι
το см. φιστίκι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φυστίκι" в других словарях:

  • φυστίκι — το, Ν βλ. φιστίκι …   Dictionary of Greek

  • Liste des appellations européennes de fruits, légumes et céréales — Cette liste des appellations européennes de fruits, légumes, céréales et condiments recense les productions végétales destinées à l alimentation humaine inscrites sur les registres européens des AOP (appellation d origine protégée et IGP… …   Wikipédia en Français

  • φιστίκι — και εσφ. τ. φυστίκι, το, Ν 1. βοτ. κοινή ονομασία τού καρπού και τού εδώδιμου σπέρματος τής φιστικιάς 2. φρ. α) «φιστίκι Αιγίνης» βοτ. ο καρπός και το εδώδιμο σπέρμα τής αιγινίτικης ποικιλίας τού παραπάνω δένδρου β) «αράπικο φιστίκι» βοτ. ο… …   Dictionary of Greek

  • φιστικιά — (πιστακία η γνήσια). Φυτό της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται για τα σαρκώδη, ελαιούχα και αρωματικά σπέρματά της, τα οποία χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, στην κουφετοποιία, στη μαγειρική ή καταναλώνονται… …   Dictionary of Greek

  • fistic — FISTÍC s.m. 1. Arbore din ţările calde cu flori mici de culoare verde şi cu fructe conţinând sâmburi comestibili (Pistacia vera). 2. Fruct al fisticului (l), cu sâmburele verde, uleios şi plăcut la gust. [var.: (2) fâstấc s.m.] – Din tc. fistic,… …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»